-
1 батарея
1. (источник тока) η ηλεκτρική συστοιχίαразг. η μπαταρία (ξεν.)аварийная - ανάγκης, εφεδρική -гальваническая - πρωτογενής -, γαλβανική -2. (совокупность однотипных приборов, устройств и т.п.) η συστοιχία, η ομάδαцентральная (тлф.) - κεντρική -3. (отопления) το σώμα θέρμανσης 4. (военная) η συστοιχία (των πυροβόλων), η πυροβολαρχία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > батарея
-
2 кислота
хим. το οξύ. азотистая - νιτρώδες -аскорбиновая - ασκορβικό -, η βιταμίνη С ацетилсалициловая - ακετυ-λοσαλικυλικό -дезоксирибонуклеиновая - (ДНК) δεσοξυριβοζονουκλεϊ(νι)κό -, το Ντι-Εν-Έι(D.N.A.)муравьиная - μυρμη-κικό/μεθανικό -рибонуклеиновая - (РНК) - ριβονουκλείκό/ριβοζονου-κλεϊκό - (R.N А)серная - (H2S04) θειικό -, το βιτριόλιсинильная - το υδροκυάνιο, πρωσικό -уксусная - όξι-νο/οξικό/αιθανικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кислота